- εμβρίθεια
- η доскональность, основательность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμβριθείᾳ — ἐμβριθείᾱͅ , ἐμβρίθεια weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρίθεια — weight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβρίθεια — η (AM ἐμβρίθεια) μσν. νεοελλ. σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητα αρχ. μσν. αυστηρότητα αρχ. αδρομερής διατύπωση … Dictionary of Greek
εμβρίθεια — η βαρύτητα, σοβαρότητα, περισπούδαστο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβριθείας — ἐμβριθείᾱς , ἐμβρίθεια weight fem acc pl ἐμβριθείᾱς , ἐμβρίθεια weight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρίθειαν — ἐμβρίθεια weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύνοια — η 1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια 2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο… … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
βαθύτητα — η (AM βαθύτης) [βαθύς] 1. το βάθος, το να είναι κάτι βαθύ 2. η εμβρίθεια, η σοβαρότητα … Dictionary of Greek
εμβριθής — ές (AM ἐμβριθής, ές) πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος αρχ. 1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός 2. ισχυρός, δυνατός 3. σταθερός, ατάραχος 4. (για κακό) λυπηρός 5. ενοχλητικός, φορτικός 6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος 7. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
σοβαρότητα — η / σοβαρότης, ητος, ΝΜΑ [σοβαρός] νεοελλ. 1. αξιοπρέπεια, σπουδαιότητα 2. εμβρίθεια, βαθύτητα 3. κρισιμότητα μσν. αρχ. αλαζονεία, αγέρωχο ύφος … Dictionary of Greek